- καιρωστρίς
- καιρ-ωστρίς or [suff] καιρ-ωστίς, ίδος, ἡ,A woman-weaver, ib.356, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καιρωστρίς — καιρωστρίς, ίδος, ἡ (Α) [καιρώ] η υφάντρια … Dictionary of Greek